- μελάμπυρον
- μελάμπυρονball-mustardneut nom/voc/acc sgμελάμπυροςball-mustardmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελάμπυρο — το (Α μελάμπυρον, τὸ και μελάμπυρος, ὁ) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαρίδες και περιλαμβάνει 10 περίπου είδη επιβλαβών ημιπαρασιτικών ζιζανίων τού Βόρειου Ημισφαιρίου… … Dictionary of Greek
μύαγρος — ο (Α μύαγρος) νεοελλ. ζωολ. είδος πτηνού τής οικογένειας μυγοθήρες αρχ. 1. φίδι που πιάνει τα ποντίκια 2. το φυτό μελάμπυρον 3. το φυτό μυάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντίκι» + αγρος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. θήραγρος] … Dictionary of Greek